ἡμικυκλίου

ἡμικυκλίου
ἡμικύκλιον
semicircular
neut gen sg
ἡμικύκλιος
semicircular
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • βεντάλια — Αντικείμενο ποικίλης ύλης και σχήματος που χρησιμεύει για την πρόκληση ελαφριάς κίνησης του αέρα, με σκοπό την ανακούφιση από τη ζέστη. Ο συνήθης τύπος αποτελείται από μερικές λεπτές βέργες που συγκρατούνται ακτινωτά στο κατώτερο σημείο τους και… …   Dictionary of Greek

  • ημικυκλοειδής — ές (Α ἡμικυκλοειδής, ές) [ημίκυκλος] αυτός που μοιάζει με ημικύκλιο, που έχει σχήμα ημικυκλίου. επίρρ... ἡμικυκλοειδῶς (AM) ημικυκλικά, με τρόπο ημικυκλοειδή …   Dictionary of Greek

  • σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… …   Dictionary of Greek

  • σιγματοειδής — ές, ΝΜΑ ο σιγμοειδής μσν. φρ. «σιγματοειδὴς στοά» οικοδομή με στοές η οποία είχε ημικυκλικό σχήμα. επίρρ... σιγματοειδώς / σιγματοειδῶς ΝΜΑ σε σχήμα ημικυκλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγματο (< σίγμα, πρβλ. σιγματ ίζω) + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • σταυροθόλιο — (Αρχιτ.). Είδος θολωτής οροφής, που σχηματίζεται από τη διασταύρωση δύο κυλινδρικών θόλων, ίσης ή άνισης μεταξύ τους διαμέτρου. Επινόημα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, βρήκε την τελειοποίηση του στο Βυζάντιο, όπου για μεγαλύτερη στερεότητα… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βράιλα — (Braila). Πόλη (231.600 κάτ. το 2002) της ανατολικής Ρουμανίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος (4.766 τ. χλμ., 383.606 κάτ. το 2002) στη Βλαχία. Η πόλη είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του Δούναβη, όχι μακριά από τις εκβολές του.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”